- εὐποροῦσαν
- εὐπορέωprosperpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπορώ — έω (ΑΜ εὐπορῶ) [εύπορος] είμαι εύπορος, έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική άνεση μσν. αρχ. 1. έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι λέγω» έχω πάρα πολλά να πω γ. «τοῡτο εὐπορῶ» έχω έτοιμη… … Dictionary of Greek